чахнуть - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

чахнуть - translation to ρωσικά


чахнуть      
dépérir , languir , s'étioler; se dessécher ( тк. о растениях )
цветок чахнет - la fleur s'étiole
чахнуть от тоски - s'étioler d'ennui
зачахнуть      
см. чахнуть
dépérir      
чахнуть

Ορισμός

чахнуть
несов. неперех.
1) Становиться чахлым (1); хилеть.
2) а) Становиться чахлым (2); хиреть.
б) перен. Утрачивать свою силу, приходить в упадок.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για чахнуть
1. Вот и приходится Банку России "чахнуть над златом".
2. Сначала он развивался хорошо, но к осени стал чахнуть.
3. В начале '0-х - стала чахнуть российская шахматная журналистика.
4. Если цветы из года в год материть, они начнут чахнуть.
5. Эти ножницы будут расходиться и дальше, так как промышленность будет чахнуть, не выдерживая конкуренции импорта.